- ὑπτίασται
- ὑ̱πτίασται , ὑπτιάζωlay oneself backperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπτιαστής — ο, Ν φρ. «υπτιαστής μυς» ανατ. πλατύς μυς στο επάνω μέρος τού πήχεως που περιβάλλει το άνω τμήμα τής κερκίδας και προκαλεί τον υπτιασμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπτιάζω. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. supinateur και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. τού πληθ … Dictionary of Greek